- ιππήλατος
- -η, -οπου σύρεται από ίππους, που τον τραβούν άλογα: Τα λεωφορεία ήταν ιππήλατα παλιότερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἱππήλατος — fit for horsemanship masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
ἱππήλατον — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem acc sg ἱππήλατος fit for horsemanship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτοις — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτου — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut gen sg ἱππηλάτης driver of horses masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτους — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτων — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτῳ — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππήλατα — ἱππήλατος fit for horsemanship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππήλατοι — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)